- ετεροταξία
- η анат. , геол гетеротаксия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετεροταξία — η ανώμαλη (παρά φύση) διάταξη και θέση οργάνων τού σώματος (κυρίως τών σπλάγχνων) ή γεωλογικών κοιτασμάτων κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotaxy < νεολατ. heterotaxia < hetero (πρβλ. ετερο *) + taxia (πρβλ. τάξη)] … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροταγής — ές (Α ἑτεροταγής, ές) νεοελλ. αυτός που εμφανίζει ετεροταξία αρχ. αυτός που ανήκει ή έχει ταχθεί σε άλλη τάξη. επίρρ... ετεροταγώς με ετεροταγή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ταγής (< τάσσω), πρβλ. νομο ταγής] … Dictionary of Greek